ἀπήδαλος

ἀπήδαλος
ἀπήδᾰλος, ον,
A without rudder, Arist.IA710a8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απήδαλος — ἀπήδαλος, ον (Α) [πηδάλιον] αυτός που δεν έχει πηδάλιο, χωρίς τιμόνι …   Dictionary of Greek

  • ἀπήδαλον — ἀπήδαλος without rudder masc/fem acc sg ἀπήδαλος without rudder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήδαλος — και απήδαλος, ο, Ν σκουλήκι τού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”